ἀφθόνου

ἀφθόνου
ἄφθονος
without envy
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατάντλησις — κατάντλησις, ἡ (Α) [καταντλώ] η επίχυση άφθονου ύδατος …   Dictionary of Greek

  • κατακρουνισμός — ο (Α κατακρουνισμός) [κατακρουνίζω] το να ρίχνει κανείς προς τα κάτω άφθονο νερό σαν να προέρχεται από κρουνό νεοελλ. είδος υδροθεραπείας, χύσιμο άφθονου νερού από μικρό ύψος πάνω σε ασθενή …   Dictionary of Greek

  • μελισσοκομία — η εκτροφή μελισσών με σκοπό την παραγωγή άφθονου και εκλεκτού μελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελισσοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • στηθολαλιά — η, Ν ιατρ. 1. φαινόμενο που παρατηρείται κατά την ακρόαση τού θώρακα και συνίσταται στο ότι η φωνή και ο βήχας τού αρρώστου φαίνονται να βγαίνουν απευθείας από το στήθος, κυρίως σε περιπτώσεις ύπαρξης μεγάλων κοιλοτήτων στον πνεύμονα 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια …   Dictionary of Greek

  • υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… …   Dictionary of Greek

  • φαινυλοκετονουρία — ή φαινυλκετονουρία, η, Ν ιατρ. η αποβολή άφθονου φαινυλοπυροσταφυλικού οξέος με τα ούρα, η οποία προκαλεί φαινυλοπυροσταφυλική ολιγοφρενία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phenylketonuria < phenyl (βλ. φαινύλιο) + ketonuria (<… …   Dictionary of Greek

  • χρυσωρυχείο — το / χρυσωρυχεῑον, ΝΜΑ [χρυσωρύχος] ορυχείο χρυσού νεοελλ. μτφ. πηγή άφθονου πλούτου («η δουλειά αυτή είναι σωστό χρυσωρυχείο») …   Dictionary of Greek

  • όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου …   Dictionary of Greek

  • Κιουσού — (Kyushu). Νησί (42.163 τ. χλμ., 14.763.715 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας. Είναι το νοτιότερο από τα τέσσερα μεγαλύτερα νησιά του ιαπωνικού τόξου και το τρίτο σε έκταση. Βρίσκεται ΝΑ του Χονσού, του οποίου αποτελεί τη μορφολογική συνέχεια και από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”